безаварийный - ορισμός. Τι είναι το безаварийный
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι безаварийный - ορισμός


безаварийный      
прил.
Протекающий, происходящий без аварий.
безаварийно      
нареч.
Соотносится по знач. с прил.: безаварийный.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για безаварийный
1. Безаварийный полет к гринвичскому меридиану - уже подвиг.
2. В воскресенье - самый безаварийный день - погибает больше всего ребятишек.
3. С тех пор ряды борцов за безаварийный труд сильно поредели.
4. - Берут сюда только тех, у кого безаварийный стаж работы и автобус в идеальном состоянии.
5. Вышеуказанные дебаркадеры были отбуксированы на ответственное хранение, где обеспечены их безаварийный отстой и охрана.
Τι είναι безаварийный - ορισμός